Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυλισμός — αὐλισμός, ο (AM) κατασκήνωση, κατάλυμα … Dictionary of Greek
αὐλισμόν — αὐλισμός lodging masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλισις — η ο αυλισμός … Dictionary of Greek